Η εορτή των Τριών Ιεραρχών

 

 

 

Ο π. Χρήστος Κυριακόπουλος στην Ωραία Πύλη του Αγ. Δημητρίου Κηφισιάς

 

 

Την παραμονή της 30ης Ιανουαρίου 2010, της σχολικής εορτής των τριών Ιεραρχών, ημέρα Παρασκευή, το Πειραματικό Λύκειο Αναβρύτων εκκλησιάσθηκε στον Ιερό  Ναό του Αγίου Δημητρίου στην Κηφισιά.

Παρακολουθήσαμε την θεία λειτουργία και πήραμε την ευλογία από τον σεβαστό μας   πρωτοπρεσβύτερο πατέρα Χρήστο Κυριακόπουλο, παλαιό καθηγητή των Πειραματικών Σχολείων Αναβρύτων. Τον Πανηγυρικό Λόγο της ημέρας προς τιμή των Τριών Ιεραρχών εκφώνησε ο φιλόλογος του Λυκείου κ. Ν. Καλοσπύρος, ομιλία που μας προβλημάτισε αλλά και μας συγκίνησε βαθειά.

 

 

Μετά τον εκκλησιασμό

 

Στον Άγιο Δημήτριο βρεθήκαμε και την τελευταία Παρασκευή πριν την Μεγάλη Εβδομάδα, όπου παρακολουθήσαμε την κατανυκτική Θεία λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων.

 

 

 

Ο λόγος της Εορτής των Τριών Ιεραρχών

όπως εκφωνήθηκε (29/1/2010, Άγ. Δημήτριος Κηφισιάς)

από τον φιλόλογο

Νικόλαο Α.Ε. Καλοσπύρο

 

 

 

Η σημερινή ημέρα είναι χωρίς αμφιβολία ημέρα ξεχασμένη, ημέρα περιθωριοποιημένης γιορτής. Ποιος θυμάται πλέον ότι στην Ελλάδα η μνήμη των Τριών Ιεραρχών είναι ημέρα γιορτής των γραμμάτων και της παιδείας; Εξόδια κατάλοιπα έχουν καταντήσει οι φτηνοί πανηγυρικοί για τους αχθοφόρους της μνήμης τους. Κι αν στα σχολειά συνεχίζουν να εκφωνούν κάποιο τυποποιημένο λογύδριο με ακατανόητες για τους παρευρισκομένους έννοιες, κι αν ελάχιστοι ακαδημαϊκοί διδάσκοντες συνάζονται για να ακούσουν μία ανάλογη ομιλία, η συντριπτική πλειονότητα αρνείται να γνωρίσει αυτήν την καίρια πτυχή της ελληνικής πολιτιστικής αυτοσυνειδησίας, πτυχή που έχει μάλλον εξαλειφθεί από τη συλλογική μας συνείδηση. Κι αν κάποιος ζητούσε σήμερα από τους εκπαιδευτικούς όλων των βαθμίδων να γράψουν μία έκθεση, όπου να εξηγούν γιατί οι Τρεις Ιεράρχες του 4ου και του 5ου αι. μ.Χ., Καππαδόκες οι ίδιοι και Αντιοχείς στην καταγωγή, ήταν Έλληνες, φοβούμαι ότι πολύ δύσκολα θα εισέπραττε απάντηση. Κι αν έθετε το ίδιο ερώτημα στους τριακόσιους βουλευτές του ελληνικού κοινοβουλίου, η πιθανότητα θα ήταν εξίσου οδυνηρή. Καλύτερα να μην αναρωτηθώ πώς θα απαντούσαν πολλοί δήθεν πνευματικοί άνθρωποι σε ερωτήματα όπως: γιατί ο πολύς Έγελος κατέτασσε τους Έλληνες Πατέρες στην οργανική συνέχεια του ελληνικού φιλοσοφικού λόγου, γιατί ο ανθρωπιστής Έρασμος χαρακτήριζε τα ελληνικά του Μεγ. Βασιλείου υπέρτερα των αριστοτελικών. Ας μην ξεχνάμε ότι ο μέγας W. Jaeger έφερε τους τρεις Ιεράρχες στα γερμανικά πανεπιστήμια της δεκαετίας του ’50. Σήμερα οι περισσότεροι θεωρούμε αυτή τη μέρα παλαιοντολογικό κατάλοιπο θρησκευτικών διαβουλεύσεων στον κοινωνικό μας βίο ή ιστορική παραχώρηση της Πολιτείας στην Ορθόδοξη Εκκλησία λόγω συνδέσμων με τον υπόδουλο Ελληνισμό –αν η γιορτή δεν ανακαλεί στη μνήμη άλλων την ανατριχιαστική καπηλεία των αυταρχικών οραμάτων της επταετίας (Ελλάς-Ελλήνων-Χριστιανών). Είναι σύμπτωση; Είναι συμβολισμός; Είναι ιδεολόγημα; Πώς και ποιος να ομολογήσει το αυτονόητο κάποτε, ότι ο συνεορτασμός αυτός όχι μόνο δεν είναι συμπτωματικός ή προϊόν ιδεολογήματος, αλλά είναι συσχετισμός ουσίας, απόρροια βαθύτερης πνευματικής και πολιτισμικής σχέσης, σχέσης ταυτότητας και ιστορικής συνείδησης αυτής της Χώρας; Ότι ο συνεορτασμός πηγάζει από μια σαφή πολιτισμική παραδοχή και εκδοχή της Παιδείας μας: ότι η ελληνική Παιδεία στηρίχτηκε σε δύο παιδευτικούς άξονες, στη σπουδή της ελληνικής ορθολογικής σκέψης, όπως θεμελιώθηκε στα μεγάλα κείμενα της αρχαίας ελληνικής διανόησης, και στη σπουδή της χριστιανικής ορθόδοξης παράδοσης;
 

Θα ήταν μάταιο να επιχειρήσει κανείς έστω μία τηλεγραφική υπόμνηση των κοσμογονικών ζυμώσεων που προκάλεσε η συνάντηση της ελληνικής φιλοσοφίας με την καινούργια τότε δυναμική της χριστιανικής εμπειρίας· συνάντηση που τα κορυφαία αναστήματα των Ελλήνων Πατέρων οδήγησαν σε εκπληκτική σύνθεση και ανέδειξαν σε καίρια τομή στην ιστορία του πολιτισμού. Θα ήταν μάταιο γιατί στη σημερινή Ελλάδα της παιδείας των «καταλήψεων του χαβαλέ», του συντεχνιακού εκβιασμού, της παραπαιδείας και της ψυχοκτόνου απομνημόνευσης, της χρησιμοθηρικής πτυχιοθηρίας και της ανέστιας αγνωσίας, κοπτόμαστε για τις αλησμόνητες πατρίδες και τη μακεδονική γη ενώ έχουμε απεμπολήσει με δική μας ευθύνη και μάλιστα στο όνομα της προοδευτικότητας και του εξευρωπαϊσμού– και την ψυχή μας στον μαμωνά. Όσες ηθικές συμβουλές και να δώσουμε στα παιδιά μας, τους μαθητές μας, μοιάζουν χωρίς νόημα, αφού η πραγματικότητα γύρω μας υποβάλλει άλλα μάτια: στη ζωή πετυχαίνεις μόνο με την ωμότητα, τη θρασύτητα, την παρανομία. Ο μισθοσυντήρητος πατέρας, ο ερευνητής επιστήμονας, ο αξιοπρεπής δάσκαλος, ο βιοπαλαιστής της καθημερινότητας είναι φουκαράδες, ηλίθια πρόσωπα, έξω από τις μέρες τούτες. Δεν μας λείπουν απόψεις, δεν μας λείπουν θέσεις, η έμπρακτη δυνατότητα να επιβιώσουμε πνευματικά και να απεμπλακούμε ιστορικά από τη γλωσσική αφασία μας λείπει. Έχουμε μία γλώσσα ακοινώνητων ανθρώπων. Στα λύκεια τα παιδιά δεν κατανοούν πια ούτε τον Παπαδιαμάντη, με δυσκολία θα συλλαβίσουν κείμενα του Μακρυγιάννη και του Κοσμά Αιτωλού –κι αν τα συναντήσουν ποτέ. Κι όμως οι αναλφάβητοι Έλληνες της Τουρκοκρατίας καταλάβαιναν  τη γλώσσα αυτή και μπορούσαν να τραγουδούν στη γλωσσική συνέχεια τριών χιλιάδων χρόνων τους καημούς τους.

Είναι άραγε θέμα εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων; Ναι, αλλά όχι πρωταρχικά. Πρωταρχικά είναι κρίση μιας κοινωνίας που γκρεμίζεται και αποσυντίθεται. Μια κοινωνία που πεθαίνει νωθρά και που υποβαθμίζει τη γλώσσα γιατί δεν χρειάζεται όργανο επικοινωνίας, δεν χρειάζεται όργανο σχέσης, δεν χρειάζεται σχέσεις ανθρώπινες, δεν έχει συλλογικούς στόχους, ποια γλώσσα να μιλήσει; Περιορίζεται σε στοιχειώδη αναμηρυκασμό ενός απλού κώδικα συνεννόησης και το υπόλοιπο εμπορευματοποιείται και προάγεται σαν διαφήμιση, ξύλινη κομματική συνθηματολογία, επαγγελματικό ιδίωμα, λογοτεχνικό φτιασίδι, ιδεολογικός κομπασμός, λόγια ανόητα, λόγια ατομικής κατοχύρωσης, δημοσιογραφικά αιτήματα, καθώς ο λαός πλέον δεν λαμβάνει άλλο όραμα από την κατανάλωση, το εύκολο χρήμα, την εύπεπτη δόξα και την ανέξοδη παρέα. Η εκπαίδευση από το δημοτικό έχει υποταχτεί στο όραμα μιας επίθεσης κέρδους, εμπορευματικού πτυχίου, ιδεολογικής υπεροχής, γυμνωμένη από νοηματικό πλούτο, περιπεπλεγμένη σε αμήχανες επαναλήψεις, για να καταλήξει συχνά στον κρετινισμό της βωμολοχίας που παρεμβάλλεται στις άναρθρες κραυγές και στις αδίστακτες λέξεις του λεξιλογίου της νεολαίας.
 

Η μίζερη εποχή μας έχει πολλά κοινά με εκείνη των Τριών Ιεραρχών. Δεν έλειψαν οι πόλεμοι, οι βίαιες συγκρούσεις, τα κοινωνικά αδιέξοδα, τα άλυτα οικονομικά προβλήματα, η εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο, οι κοινωνικές διακρίσεις και οι θρησκευτικές διαμάχες. Το μήνυμα των Τριών Πατέρων της Εκκλησίας μας πάντα επίκαιρο και επαναστατικό, έρχεται να μας θυμίσει τη χριστιανική αυθεντικότητα, να προτείνει λύσεις και να δώσει κατευθύνσεις, που γεμίζουν ελπίδα και απελευθερώνουν. Οι τρεις τους υπήρξαν ολοκληρωμένες προσωπικότητες που διακρίθηκαν για τη θεολογική αλλά και την ευρύτερη επιστημονική τους συγκρότηση, τη ριζοσπαστική κοινωνική τους παρουσία, την αγκαλιά του πνεύματος και την κριτική στάση τους απέναντι σε κάθε μορφής εξουσία. Και οι τρείς αντιδρούσαν σε μια επιφανειακή πνευματικότητα, σε ένα ακίνδυνο χριστιανισμό, σε μια πίστη που τυφλώνει και σε μια εκκλησία που δεν είναι η οδός της αληθινής σωτηρίας και ζωής, παρά μέσο στα χέρια των ισχυρών για τη χειραγώγηση και εκμετάλλευση ανθρώπων και λαών. Δεν μπορούσαν να συμβιβαστούν με την υποκρισία των βολεμένων χριστιανών: «Ξέρω πολλούς», αναφέρει ο Χρυσόστομος, «που νηστεύουν και προσεύχονται και στενάζουν, επιδεικνύοντας κάθε λογής αδάπανη ευλάβεια. Ενώ ούτε ένα οβολό δε δίνουν στους θλιβομένους. Τι κέρδος έχουν από την υπόλοιπη αρετή τους; Γι’ αυτούς η βασιλεία των ουρανών είναι κλειστή». Με απλά λόγια, οι Τρεις Ιεράρχες υποστηρίζουν πως η Παιδεία πρέπει να είναι στην υπηρεσία του ανθρώπου και όχι του συστήματος, όπως δυστυχώς έχει καταντήσει στις μέρες μας, αφού σε ολόκληρο τον κόσμο είναι κατευθυνόμενη, γι’ αυτό και αποτυχημένη. Οι νέοι/-ες κατευθύνονται σύμφωνα με τις ανάγκες του συστήματος κάθε χώρας. Δυστυχώς, φαίνεται πως το ζητούμενο στις μέρες μας δεν είναι να μεγαλώσουμε ελεύθερους ανθρώπους, με συγκροτημένη προσωπικότητα, υπεύθυνους, έτοιμους να σταθούν κριτικά σε ό,τι αλλοιώνει την ομορφιά της ζωής, αλλά εξαρτήματα για να λειτουργήσει καλά η μηχανή της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας (Είμαι εξάρτημα εγώ της μηχανής σας και ο γιος μου ανταλλακτικό). Οι περισσότεροι νέοι δεν προχωρούν στις σπουδές τους σε ό,τι αυτοί ονειρεύονταν και επέλεξαν, δεν σπουδάζουν για να ξεδιψάσουν τις ψυχές τους, για να ζήσουν, αλλά για να ενταχθούν εκεί όπου απαιτούν οι ανάγκες του συστήματος, με απώτερο σκοπό να βοηθήσουν στην ανάκαμψη των «δεικτών της παραγωγικότητας».
 

Η παιδεία όμως δεν πρέπει να αποβλέπει ούτε στην παραγωγικότητα, ούτε στις όποιες ανάγκες του κράτους, οφείλει να οδηγεί τους νέους στην ανακάλυψη του μυστηρίου της ζωής, στην κατάκτηση της ελευθερίας, στα μονοπάτια της αναζήτησης της αλήθειας, στη μύησή τους στην παράδοση του τόπου τους και στον πολιτισμό, στη μεταμόρφωσή τους. Όσοι κάνουν τους σχεδιασμούς για την παιδεία δείχνουν πως δεν τους ενδιαφέρει η κατά κεφαλήν καλλιέργεια αλλά το «κατά κεφαλήν εισόδημα». Συνεχίζουμε να εγκληματούμε σε βάρος των νέων ανθρώπων. Ξεκόψαμε τη γνώση από τη ζωή, τον έρωτα, την ομορφιά. Υποτάξαμε την αγάπη στην αναγκαιότητα και γι’ αυτό αποτύχαμε. Ζητάμε δηλαδή από τον νέο άνθρωπο να αρνηθεί την προσωπικότητά του, να γίνει κάτι «άλλο» για να κατορθώσει να θεωρηθεί επιτυχημένος. Σε μια κοινωνία πνιγμένη στον ατομικισμό, σε μια κοινωνία που προοδεύει όποιος διακρίνεται όχι για τις γνώσεις του αλλά για την ευλυγισία της μέσης του, τις γνωριμίες του, σε μια κοινωνία, στην οποία οι αξίες που προτείνονται στη νέα γενιά είναι ο καριερισμός, η βαθμοθηρία και αργότερα το μικροαστικό βόλεμα, τι μπορούμε να περιμένουμε; Εμείς οι μεγαλύτεροι πνιγμένοι στις ανασφάλειές μας θέλουμε γενιές βολικών και βολεμένων, ανθρώπους που δεν είναι έτοιμοι να διακινδυνεύσουν, ούτε να θυσιαστούν για τίποτε. Ο Μartin Luther King έλεγε πως «αυτός που δεν είναι έτοιμος να πεθάνει για κάτι, δεν αξίζει να ζει». Προτείνουμε στους νέους την κοινωνία του «φαίνεσθαι», της αποδοχής, του γοήτρου. Το παν είναι το προσωπείο, η εικόνα μας προ τα έξω. Ξεχάσαμε ότι η αξία δεν βρίσκεται στο προσωπείο, αλλά στο πρόσωπο. Έτσι οι νέοι άρχισαν να συλλέγουν προσωπεία. «Πώς να επιβιώσεις διαφορετικά;» Στο βάθος ακούγεται η κραυγή αυτών που παλεύουν:  «Φανέρωσέ μας τη μάσκα που κρύβεις κάτω από τη μάσκα που φοράς», όπως λέει το τραγούδι. Θέλει δρόμο για να φτάσεις στο πρόσωπο, στην επικοινωνία, στη συνάντηση. Θέλει ψυχή. Η αγάπη, λέει ένας άγιος της Εκκλησίας μας, είναι πιο γλυκιά και από τη ζωή. Προσφέρουμε σήμερα παιδεία αγάπης; Όχι. Τότε πώς θέλουμε παιδεία ζωής; Η παιδεία, για να είναι επιτυχημένη, πρέπει να μιλά στις ψυχές, να τις κάνει να χαίρονται, να ονειρεύονται, να δημιουργούν. Να είναι όπως προτείνουν οι Τρεις Ιεράρχες, «δρόμος απελευθέρωσης και όχι διαδικασία εξαναγκασμού και ανελευθερίας». Αν θέλουμε να τιμήσουμε τους Τρεις Ιεράρχες δεν χρειάζεται να το κάνουμε μέσα από ακίνδυνες τυπικές γιορτές. Απαιτείται μελέτη του έργου τους, της προσφοράς τους, αλλά κυρίως η μίμηση της στάσης ζωής τους. Ως το τέλος. Ως εκεί που δεν παίρνει άλλο.
 

Είναι γιορτή πατέρων και Ιεραρχών. Το έργο του πατέρα και του εκπαιδευτικού ήταν και είναι ιεραποστολικό, ήταν και είναι ανηφορικό. Θα αρθρώσει την αλήθεια απέναντι στο πλούσιο ψέμμα και την καλοφτιαγμένη υποκρισία. Τις περισσότερες φορές η πεφυρμένη ζωή τον εκδικείται, τον στιγματίζει, τον διώχνει, τον φιλεύει αχαριστία και τον πληρώνει με πίκρα και εξορία από τα όρια της λογικής. Να σβήσει μακριά, σε κάποια Κόμανα του Πόντου, μόνος του, ψελλίζοντας ένα «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν». Αυτή όμως η νίκη του τον επιβάλλει στην ανθρώπινη ιστορία και σ’ αυτόν ανήκει πρωτίστως η γιορτή. Γιατί μόνο αυτός μπορεί να αντικρίσει τα καθάρια μάτια των μαθητών και των παιδιών του και να τους φωνάξει ότι καίγεται για να φωτίζονται εκείνα. Δεν είναι γιορτή πανηγυρικών, γιορτή θυσίας είναι. Γιορτή σταυρική με σιωπή τραγική.
 

Και ποιοι μπαίνουν στη γιορτή; … Πρέπει να πω κάτι που δεν το έχω πει μέχρι σήμερα, ούτε στα παιδιά μου. Χρόνια πριν, σε ορεινό Λύκειο της Επαρχίας Καλαβρύτων, η Παναγιώτα Π., αριστούχος μαθήτρια, καθαρό βλέμμα και διαυγής νους, πέτυχε στο Πολυτεχνείο Πατρών μεταξύ των πρώτων. […] Τέτοιους ανθρώπους συνήθως τους ξεχνά η ζωή, μα αυτή τη θυμήθηκε ο καρκίνος και όρμησε πάνω της μεταστατικός να την κατασπαράξει στην εφηβική δροσιά της. Όταν η ζωή της πρόωρα άρχισε να σβήνει, στο κρεββάτι του απαραμύθητου πόνου και της επάρατης νύχτας, ανάδευε στη μνήμη της τις σχολικές ώρες της, θυμόταν τον γεωργό πατέρα της και τον πολυταξιδεμένο της δάσκαλο που περιφρονούσε τα αναλυτικά προγράμματα και δίδασκε ομηρικό κείμενο από το πρωτότυπο. Στο τέλος έκλεισε τα μάτια της, λύγισε στον νόμο των θνητών κι άφησε στους θεράποντες γιατρούς που τη ρωτούσαν για το πόσο θα αντέχει τον πόνο που της κατέτρωγε τα οστά, μία χάρτινη εικονίτσα των Τριών Ιεραρχών, στο κάτω μέρος της οποίας είχε σημειώσει με τρεμάμενο χέρι, διασωληνωμένη: «Υπάρχει ελπί[δα];». Όταν κατάλαβε τον τελευταίο δρόμο της, έγραφε πίσω το τετράστιχο που άκουγε στην Ιλιάδα (ΙΧ. 413-417) της Α΄ Γυμνασίου: «ώλετο μέν μοι νόστος, ατάρ κλέος άφθιτον έσται·/ ει δέ κεν οίκαδ’ ίκωμι φίλην ες πατρίδα γαίαν, / ώλετό μοι κλέος εσθλόν, επί δηρόν δέ μοι αιών/ έσσεται, ουδέ κε μ’ ώκα τέλος θανάτοιο κιχείη» (= Ξοπίσω δε γυρνώ, μα αθάνατο θα μείνει τo όνομά μου. /Αν ίσως πάλε γύρω σπίτι μου, στη γη την πατρική μου,/ πια θα μου λείψει κάθε παίνεμα τρανό, κι ωστόσο χρόνια /θα 'χω να ζω πολλά, κι ο θάνατος θa αργήσει να με πάρει.). Ο πανεπιστημιακός γιατρός στην κηδεία της βουρκωμένος μίλησε για τη δύναμη της ψυχής του παρθενικού πλάσματος που φρόντιζε. Εκεί γνωριστήκαμε. «Δεν ξαναείδα τέτοιο θάρρος», μου εξομολογήθηκε. Και μου έδωσε το σημείωμά της. «Το χρειαζόμουν για τον φάκελλό της. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε να την κρατήσουμε στη ζωή, παλέψαμε, δεν τα καταφέραμε. Αλλά αυτό το χαρτί δεν είναι δικό μας. Πάρτε το, κύριε», μου είπε, «είναι δικό σας. Μαζί το γράφατε». Το πήρα και το φυλάω στο εικονοστάσι μου.

Ξέρω καλά πως η γιορτή αυτή είναι για τις Παναγιώτες, για όλες τις Παναγιώτες του κόσμου τούτου που θα τις συντροφεύει το «άφθιτον κλέος». Για τέτοιους ανθρώπους σημαίνει η γιορτή της παιδείας στο δώδεκα-παρά του ρολογιού του κόσμου μας. Για όσους δίψασαν για γνήσια γράμματα και ζωή και τα ζύμωσαν με τον τίμιο ιδρώτα τους, τον ευλογημένο μόχθο του δασκάλου, του καλού εργάτη του αμπελώνος. Για όσους γεννιούνται και πεθαίνουν με οράματα παιδείας, μιας παιδείας που τους ακολουθεί ως την έσχατη ώρα. Μιας παιδείας που δεν αποκτάται για να βγάλεις χρήματα από αυτήν. Στον ιερό βράχο της παιδείας θα αναρριχηθούν οι ταπεινοί, οι δεδιωγμένοι, οι εξόριστοι… Εγώ θέλω να τελειώνω, να σταματήσω εδώ. Όποιος το ’νιωσε, το ’νιωσε. Γράφει ο κυρ-Αλέξανδρος των γραμμάτων μας: «Σςςςςτ..! Σιωπή. Ας οπισθοχωρήσωμεν, ή μάλλον ας σταματήσωμεν εδώ. Σαρκικοί, υλόφρονες και νωθροί άνθρωποι, δεν δύνανται ν’ ανέλθωσιν εις τον ιερόν βράχον της Ακροπόλεως».