ΔΙΑΝΟΜΗ

 

Κλυταιμνήστρα: Ραλλού Φασουράκη

Κασσάνδρα: Δέσποινα Πέτσιου

Αίγισθος: Τάσος Βλάχος

Ηλέκτρα: Ηλέκτρα Στραβοδήμου

 

Αφηγήτρια & ψάλτης βυζαντινών τροπαρίων: Χριστίνα Δεληγιώργη

Τραγούδι: Αριάδνη Καρτεράκη

 

Ιφιγένεια: Δήμητρα Δράγιου

Αγαμέμνων: Δικαίος Παντελεάκος

Ορέστης: Αντώνης Καρναβάς

Φόλος: Γιάννης Δάρας

 

Μουσικοί/Γλεντοκόποι: Σωκράτης Αγγελής, Θάνος Αθέρας

Ευχαριστίες οφείλουμε θερμές στην Πηγή Λόζου για την εικαστική υποστήριξη.

 

 

 

Πρόγραμμα σχολικής παράστασης

Ο Δείπνος

του Ιάκωβου Καμπανέλλη

27/6/2013, Πέμπτη, 7.30 μ. μ. Ανάβρυτα

 

 

Αγαπητές κυρίες, κύριοι, συνάδελφοι, φίλες και φίλοι, σας προσκαλώ εκ μέρους της θεατρικής ομάδας του Προτύπου Πειραματικού Λυκείου Αναβρύτων, στην παράσταση Δείπνος του Ιάκωβου Καμπανέλλη.

Η ηθελημένη λιτότητα στην τέχνη της σκηνής, η «επιβεβλημένη» στη δική μας περίπτωση από τις συνθήκες, την εκλάβαμε ως πρόκληση, ως «απελευθέρωση» από αμήχανα φορτία, ως αισθητική επιλογή. Η θεατρική σκηνή μέσω της παραστατικής της λειτουργίας- έχει τη μαγική δύναμη να «μεταμορφώνει»  την είσοδο του σχολείου σε ανάκτορο των Ατρειδών, που καταρρέει. Ο πλούτος στην σκηνική πράξη, ιδίως όταν συντελείται από ερασιτέχνες εφήβους είναι εσωτερική, ποιοτική υπόθεση. Επελέγη ο Δείπνος του Ιάκωβου Καμπανέλλη ως έργο που απαντά σε σύγχρονα ζητήματα της κοινωνίας και της ανθρώπινης ουσίας.  Οι μαθήτριες και οι μαθητές έφηβοι ερασιτέχνες ηθοποιοί «μεταλαμβάνοντας» την αλήθεια του δραματουργού επιχειρούν να την κοινωνήσουν  στο κοινό.  Η μικτή και μακρά διαδικασία «πράξης» και θεωρητικής ανάλυσης κατά τη διάρκεια των προβών του έργου ήταν  διαφωτιστική και καθοριστική για την ουσία της προσπάθειας.
 

Ο Καμπανέλλης ανήκει στους συγγραφείς που μελέτησαν την αρχαία ελληνική μυθολογία, όπως αποτυπώνεται στα κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Μύθος και λογοτεχνία της αρχαιότητας πλέκονται σφικτά σε πολλά έργα του και καταλήγουν πάντα σε μια προσφυή θεώρηση της σύγχρονης πραγματικότητας.

Στον εναρκτήριο μονόλογο «Γράμμα στον Ορέστη», μια ηθοποιός που υποτίθεται ότι κάνει δοκιμές για τον ρόλο της Κλυταιμήστρας εμφανίζεται στην σκηνή και διαβάζει μεγαλόφωνα ένα γράμμα που απευθύνεται στον Ορέστη. Πρόκειται για ένα είδος απολογίας για τις πράξεις της Κλυταιμήστρας- απολογία που είναι ταυτόχρονα και αναψηλάφηση του εγκλήματος που κάποτε διέπραξε. Αυτή η απολογία- αναψηλάφηση είναι συνάμα ύστατη έκκληση προς τον Ορέστη: πρέπει να φτάσει έγκαιρα, πριν υποκύψει η αδελφή του, παρασυρμένη από τις κακόβουλες διαδόσεις, στην μητροκτόνο μανία[1].

Καλεί μάλιστα τον Ορέστη να σπάσει τα δεσμά της προγονικής παραφροσύνης, να μην προσθέσει κι αυτός άλλον έναν κρίκο στην αλυσίδα των εκδικήσεων και των αντεκδικήσεων. Ίσως εδώ υπάρχει ένας υπαινιγμός ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να εξελιχθούν διαφορετικά, ακόμη και ότι θα έπρεπε μάλλον να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά, εάν οι ήρωες μπορούσαν να γνωρίζουν τα τεκταινόμενα της άλλης πλευράς, να γνωρίζουν το περιεχόμενο αυτού του ανεπίδοτου γράμματος. Υπάρχει επομένως επιπλέον μια δυνητική συνθήκη που μας παραδίδεται με τον θεατρικό μύθο του συγγραφέα: το ανεπίδοτο γράμμα ως μια αλήθεια κρυμμένη, από τους πρωταγωνιστές, αρχαίους και νεώτερους.  Το έργο του Καμπανέλλη μας οδηγεί στην τραγωδία, γιατί στηρίζεται σε μια βασική σύλληψη της ανθρώπινης συνθήκης, η οποία συντελείται όταν οι άνθρωποι πράττουν χωρίς να γνωρίζουν όλη την αλήθεια για την κατάσταση που αντιμετωπίζουν.
 

Στο ανεπίδοτο γράμμα  προς τον Ορέστη υπάρχουν δύο ξεχωριστές και αντικρουόμενες βουλήσεις που κινούνται προς τη συνάντησή τους: από τη μια μεριά βρίσκεται ο αρχαίος μύθος του γιού, του τιμωρού, του διαδόχου της τραγικής μοίρας, από την άλλη, σχηματίζεται ο νέος λογοτεχνικός μύθος της μητέρας που υποτιμήθηκε και καταπιέστηκε και ως γυναίκα και ως σύζυγος από τον ισχυρό άντρα της. Ο νέος μύθος, που προτείνει ο συγγραφέας, συναντά βεβαίως τον παλιό, αλλά την τελευταία και πιο κρίσιμη ώρα: όταν η Κλυταιμήστρα ολοκληρώνει το γράμμα της προς τον Ορέστη, εκείνος την πλησιάζει από πίσω με υψωμένο ήδη το μαχαίρι του φόνου.

Το δεύτερο μέρος του τριπτύχου, το μονόπρακτο Ο Δείπνος[2], προϋποθέτει και προεκτείνει την υπόθεση του Γράμματος στον Ορέστη. Ο Ορέστης που τώρα ακούμε ότι ανακάλυψε το γράμμα της μητέρας του μετά τον φόνο, ταλανίζεται από τύψεις και, παραληρώντας σχεδόν, επαναλαμβάνει διαρκώς τις εισαγωγικές λέξεις της μοιραίας επιστολής. Ωστόσο, η συντριβή του Ορέστη μοιάζει τώρα παραφωνία, μεμονωμένη εξαίρεση σε μιαν ατμόσφαιρα γαλήνης, κατανόησης και συγγνώμης.[3]
 

Ο Δείπνος αντιπροσωπεύει μια μελέτη απολογισμού των τραγικών πεπραγμένων των Ατρειδών, στο πλαίσιο αυτού του απολογισμού, κεντρική θέση κατέχει η διαπίστωση ότι η κατάρα των Ατρειδών, η αυτοκαταστροφική ενόρμηση που τους παρακινεί σε πράξεις αλληλοφονίας και εν τέλει αυτοκαταστροφής, μεταβιβάζεται κληρονομικά από γενιά σε γενιά δίκην γενετικού ελαττώματος Η ίδια ιδέα της αέναης υποτροπής στην νόσο της αυτοκαταστροφής υποβάλλεται όταν ο Ορέστης αναπαριστά τον φόνο της μητέρας του βάζοντας την ίδια την αδελφή του στη θέση του θύματος- «γιατί το ξανακάνετε, τί έχετε πάθει;» αντιδρά έντρομη η νεκρή Κλυταιμήστρα

Μοιάζει βέβαια ειρωνικό που η Ιφιγένεια θέλοντας να θέσει τέρμα στην ατέρμονη αλυσίδα της αλληλοκτονίας καταφεύγει και αυτή στον φόνο. Ωστόσο, υπάρχει τώρα μια κρίσιμη διαφορά: η πράξη της Ιφιγένειας, δεν είναι πράξη μίσους, όπως όλες οι προηγούμενες, αλλά «μια γενναία πράξη από αγάπη», που θα φέρει το δίχως άλλο κάθαρση και γιατρειά, «αφού μόνο η αγάπη είναι γενναία έτσι καθαρά»

Ο Καμπανέλλης επισκέπτεται τα κλασικά κείμενα,  μέσα από τις διόπτρες μιας μοντέρνας ευαισθησίας, εκεί όπου αναδύονται τα σκοτεινά στοιχεία του ανθρώπινου ψυχισμού που εξακολουθούν να επηρεάζουν τη συμπεριφορά μας
 

Η αναθεωρητική ανάγνωση του μύθου των Ατρειδών από τον Ι. Καμπανέλλη αποτελεί μια ενδιαφέρουσα περίπτωση κατά την οποία το στοιχείο της τραγικότητας συνδέεται με τη νεώτερη -μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο- Ελλάδα. Οι ήρωες του δέσμιοι ενός απώτερου ή πρόσφατου παρελθόντος που τους βαραίνει, παραμένουν εγκλωβισμένοι σ’ ένα αλλοτριωτικό σύστημα που αδυνατούν να κατανοήσουν και να υπερβούν, οδηγούνται σε αποτυχία όταν επιχειρούν ηρωική έξοδο απ’ αυτό.  Για αυτόν τον εγκλωβισμό μιλάει αποκαλυπτικά ο συγγραφέας στο Γράμμα: ο σύγχρονος άνθρωπος είναι μια τραγική ύπαρξη όπως και οι γνωστοί ήρωες της αρχαίας τραγωδίας. Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, φέροντας ο ίδιος ανεξίτηλες τις μνήμες και εμπειρίες του σύγχρονου νεοέλληνα, που επέζησε γεγονότων εξίσου ή και πολύ πιο έντονων από την άλωση της Τροίας και τον φόνο του Αγαμέμνονα (δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, στρατόπεδα συγκέντρωσης, εμφύλιος πόλεμος), δημιουργεί ένα έργο σε χαμηλότερους και πιο προσωπικούς τόνους.

Η εκφορά του λόγου των νεκρών, που παρίστανται χωρίς να είναι ορατοί στους ζώντες συγγενείς τους είναι μαρτυρία της ανέλπιδης επικοινωνίας, της απουσίας του πραγματικού αποδέκτη, αντιθέτως η εκφορά του λόγου των ζωντανών έχει περισσότερους αποδέκτες απ’ ότι οι ίδιοι γνωρίζουν: κανείς δεν ζει μόνο στο εδώ και τώρα, η ενθαδικότητα και η παροντικότητα των ανθρωπίνων όντων, η ταυτότητά τους, κατακλύζεται από αλλότοπα και αλλόχρονα όντα. Έχουμε την αίσθηση μιας βαθύτερης υπαρξιακής ανάγκης του συγγραφέα να συνομιλήσει με τα γοητευτικά αυτά πρόσωπα για τη ζωή και τον θάνατο, για το νόημα που έχει η διεκδίκηση της ευτυχίας. Ο νεκρός στον Δείπνο δεν είναι ούτε απουσία ούτε παρουσία, ούτε σκιά ούτε φως, δεν ανήκει ούτε στο είναι ούτε στο μηδέν, αλλά συνιστά μια εκκρεμότητα μεταξύ δύο οντολογικών επιπέδων, μεταξύ δύο ετερογενών χρονικοτήτων. Στο θεατρικό λόγο του Καμπανέλλη οι νεκροί εναρμονίζονται με τους ζωντανούς, ο χρόνος διαπερνά το μηδέν, καθώς το φως τα μαύρα νερά του θανάτου. Ο Δείπνος περιγράφει μια νέκυια: Οι ζώντες κατεβαίνουν στο χώρο των τεθνεώτων, νοητά με τη σκέψη τους και ύστερα σωματικά με το θάνατό τους, από το φαρμάκι της Ιφιγένειας, οι νεκροί ανεβαίνουν, προσελκυόμενοι από την εικόνα των ζωντανών.
 

Στην εποχή μας η απίσχανση αυτής της εκλεκτικής συγγένειας κατέστησε τον άνθρωπο επιλήσμονα της πιο ριζικής ερώτησης, την οποία ο Καμπανέλλης ενεργοποιεί με θεατρικά μέσα. Παρουσιάζει τον άνθρωπο ταξιδιώτη, φορτωμένο με βαριές μυθολογικές αποσκευές, να εκτελεί το δρομολόγιο της ζωής του σαγηνευμένος από το αποτρόπαιο θαύμα του υπάρχειν.

Το τελικό εξαγόμενο δεν είναι μόνο η τραγική ειρωνεία που απορρέει από τον θάνατο της Κλυταιμήστρας τη στιγμή που τελειώνει το γράμμα της, ούτε η αδυναμία αναίρεσης της μυθικής παράδοσης και μέσω αυτής της ειμαρμένης αλλά η συνειδητοποίηση και η θεματοποίηση σ’ ένα γράμμα χωρίς παραλήπτη, της ανθρώπινης ένδειας. Ο αναγνώστης- θεατής, γνώστης αυτού που το θύμα της ειρωνείας αγνοεί, δεν έχει καμία αυταπάτη ότι η Κλυταιμνήστρα δε θα συναντήσει το φονικό χέρι του γιού της. Τα μόνα πρόσωπα χωρίς ψευδαισθήσεις και αυταπάτες φαίνονται να είναι οι ζωντανοί-νεκροί του Δείπνου που σχηματίζουν μία γέφυρα ανάμεσα στους δύο απομακρυσμένους κόσμους και τη δημιουργία μίας βαθύτερης ειρωνείας για την εγγενή ένδεια των ζωντανών, για την (αν)αποτελεσματικότητα της δύναμης και της γνώσης τους.  Σ’ αυτή την περίπτωση αντικείμενο της ειρωνείας γίνεται η ίδια η ανθρώπινη ζωή, που είναι ευάλωτη σε απροσδιόριστους παράγοντες, οι οποίοι τελικά διαψεύδουν τις προσδοκίες και ακυρώνουν τα σχέδια της, στοχεύει επομένως η ειρωνεία την ανθρώπινη ύπαρξη ως τέτοια. Από το σημείο αυτό μπορούμε να μιλήσουμε για τη φιλοσοφική στάση του συγγραφέα, κατ’ ανάλογο τρόπο προς τη καβαφική ποίηση. 

Η υπεύθυνη του Ομίλου Θεατρικής Παιδείας,

Χαρινέλα Τουρνά
 


[1] «Δεν με νοιάζει για τη ζωή μου, Ορέστη. Δεν παρακαλώ να ‘ρθεις γρήγορα για να μη με σκοτώσεις. Για την Ηλέκτρα με νοιάζει. Ξέρω τι σημαίνει να λερώσεις τα χέρια σου με αίμα, μου έμελλε κι αυτό στη ζωή μου. Αν λερώσει τα χέρια της με το αίμα της μάνας της, θα ρημάξει την ψυχή της για πάντα»

[2] Οι ζωντανοί όπως είναι προφανές από τον νεκρόδειπνο που παραθέτουν, έχουν πια συμφιλιωθεί με τους νεκρούς συγγενείς που οι ίδιοι σκότωσαν, και προσεύχονται πια για τις ψυχές τους. Η ίδια η Ηλέκτρα μάλιστα φτάνει στο σημείο όχι απλώς να συγχωρήσει αλλά και να δικαιολογήσει τις πράξεις της μητέρας της Το έργο ξεκινά με τον νεκρόδειπνο που παραθέτουν, με πρωτοβουλία της Ηλέκτρας, οι ζωντανοί (Ορέστης, Ιφιγένεια, Ηλέκτρα, Φόλος) προς τιμή των νεκρών- του Αγαμέμνονα, της Κλυταιμήστρας, του Αίγισθου και της Κασσάνδρας. Τούτοι οι τελευταίοι είναι παρόντες, ορατοί από τους θεατές, όχι όμως και από τα πρόσωπα του έργου: παρεμβαίνουν με επιφωνήσεις και συγκινητικά σχόλια, καθώς αντιλαμβάνονται σταδιακά τα σφάλματα που διέπραξαν εν ζωή και τις επιπτώσεις τους (« …δεν είναι απίστευτο…;» μονολογεί ο Αίγισθος, «νεκροί προ πολλού κι όμως αεί διδασκόμενοι…;»). Οι παρεμβάσεις τους δεν γίνονται αντιληπτές από τους ζωντανούς- πράγμα που τους απελπίζει ακόμη περισσότερο, με εξαίρεση τον σοφό και νηφάλιο Αίγισθο.

[3] Τα νεκρά πρόσωπα που παρακολουθούν αόρατα τα διαδραματιζόμενα έχουν πια μονοιάσει («μάρτυρές μου κι ο ίδιος κι η μητέρα σας» λέει ο Αγαμέμνων στα παιδιά του δίχως να ακούγεται, «τώρα δε μας χωρίζει τίποτα…!»).